- λεπίδας
- λεπίςepithelial debrisfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… … Dictionary of Greek
VITLIGO — Arabum morbus, teste Io. Bodinô, Methodi Hist. c. 5. Graece ἄλφος quibusdam, aliis λευκή, vide Theod. Zuingerum, Theatrô Hum. vitae, ubi de Lepra. Vossius Vitiliginem ab impetigine, scabie et elephantiasi, sic discriminat: Si lenior sit pruritus … Hofmann J. Lexicon universale
αμφοδόντωση — η τεχνολ. η διάταξη τών δοντιών σε ένα πριόνι έτσι που και από τις δυο πλευρές να αποκλίνουν από το επίπεδο τής λεπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αρχ. ἀμφόδων ή ἀμφώδων, οντος «αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες» + κατάλ.… … Dictionary of Greek
δίκοπος — η, ο 1. (για κοφτερό όργανο) αυτός που μπορεί να κόβει και με τις δύο άκρες τής λεπίδας, δίστομος («δίκοπο μαχαίρι») 2. για επιχείρημα που στρέφεται εναντίον κάποιου αλλά μπορεί και να στραφεί εναντίον αυτού που τό χρησιμοποιεί … Dictionary of Greek
διάξυσμα — το (Α διάξυσμα) [διαξύω] η αυλάκωση τής λεπίδας σπαθιού ή λόγχης, κοντακίου όπλου κ.λπ. αρχ. 1. ράβδωση κιόνων 2. απόξεσμα, ψήγμα, ρίνισμα … Dictionary of Greek
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
σκεπάρνι — το / σκεπάρνιον, ΝΜΑ, και σκεπάριον ΜΑ [σκέπαρνος] κοπτικό εργαλείο με πεπλατυσμένη λεπίδα τροχισμένη στην εσωτερική πλευρά και στερεωμένη υπό μικρή γωνία στο άκρο στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για… … Dictionary of Greek
σφυροπέλεκυς — ελέκεως, ο, ΝΑ εργαλείο τού οποίου το ένα άκρο έχει σχήμα σφύρας ενώ το άλλο σχήμα πελέκεως νεοελλ. είδος σκεπαρνιού με σχισμή στο κέντρο τής λεπίδας του για την εξαγωγή καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πέλεκυς] … Dictionary of Greek